Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουκαρού οι φουκαρούδες
      γενική της φουκαρούς των φουκαρούδων
    αιτιατική τη φουκαρού τις φουκαρούδες
     κλητική φουκαρού φουκαρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουκαρού < φουκαρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fu.kaˈɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φου‐κα‐ρού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουκαρού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φουκαράς