φορατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορατζής < φόρος + -ατζής
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο φοροεισπράκτορας στις αρχές του περασμένου αιώνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορατζής
φορατζής αρσενικό