φοντανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φοντανάκι | τα | φοντανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φοντανάκι | τα | φοντανάκια |
κλητική | φοντανάκι | φοντανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φοντανάκι < φοντάν + υποκοριστικό επίθημα -άκι < (γαλλικά: fondant)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοντανάκι ουδέτερο
- μικρό φοντάν
Μεταφράσεις
επεξεργασία φοντανάκι
|