Δείτε επίσης: φοινικίς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοινικίδα οι φοινικίδες
      γενική της φοινικίδας των φοινικίδων
    αιτιατική τη φοινικίδα τις φοινικίδες
     κλητική φοινικίδα φοινικίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοινικίδα < φοινικίς < Φοίνικες • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοινικίδα θηλυκό

  1. πορφυρό ύφασμα
  2. μικρή πινακίδα κόκκινου χρώματος κάτω από εικόνες εκκλησιών που είχαν την περιγραφή του αγίου ή της παράστασης
  3. (ναυτικός όρος) σημαία κόκκινου χρώματος του διεθνούς κώδικα σημάτων, για το γράμμα Β, με σημασία «Παραλαμβάνω ή εκφορτώνω ή μεταφέρω επικίνδυνα φορτία»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία