Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλόμωμα τα φλομώματα
      γενική του φλομώματος των φλομωμάτων
    αιτιατική το φλόμωμα τα φλομώματα
     κλητική φλόμωμα φλομώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλόμωμα < φλομώνω < φλόμος (φυτο με ναρκωτικό εκχύλισμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλόμωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία