Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φλόμωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φλόμωμα
τα
φλομώμα
τ
α
γενική
του
φλομώμα
τ
ος
των
φλομωμά
τ
ων
αιτιατική
το
φλόμωμα
τα
φλομώμα
τ
α
κλητική
φλόμωμα
φλομώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φλόμωμα
<
φλομώνω
<
φλόμος
(φυτο με ναρκωτικό εκχύλισμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φλόμωμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
φλομώνω
, το να προκαλεί κάποιος
ζαλάδα
,
ανία
με ψέματα ή ανοησίες
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φλόμωμα