Ετυμολογία

επεξεργασία
φλομώνω < μεσαιωνική ελληνική φλομώνω < (ελληνιστική κοινήφλόμος (αρσενικό) < αρχαία ελληνική φλόμος (θηλυκό)

φλομώνω

  1. (κυριολεκτικά) γεμίζω με καπνό ή με μια άσχημη μυρωδιά έναν χώρο
  2. (μεταφορικά) ζαλίζω τους άλλους με αερολογίες, ψέματα ή κενές υποσχέσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία