φλυκταίνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φλυκταίνωσῐς | αἱ | φλυκταινώσεις |
γενική | τῆς | φλυκταινώσεως | τῶν | φλυκταινώσεων |
δοτική | τῇ | φλυκταινώσει | ταῖς | φλυκταινώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | φλυκταίνωσῐν | τὰς | φλυκταινώσεις |
κλητική ὦ! | φλυκταίνωσῐ | φλυκταινώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλυκταινώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φλυκταινωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλυκταίνωσις < φλυκταινόομαι, φλυκταινω- + -σις [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλυκταίνωσις θηλυκό
- (ιατρική) η φλυκταίνωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φλυκταίνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «φλύκταινα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.