↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φλυκταίνωσῐς αἱ φλυκταινώσεις
      γενική τῆς φλυκταινώσεως τῶν φλυκταινώσεων
      δοτική τῇ φλυκταινώσει ταῖς φλυκταινώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φλυκταίνωσῐν τὰς φλυκταινώσεις
     κλητική ! φλυκταίνωσῐ φλυκταινώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλυκταινώσει
γεν-δοτ τοῖν  φλυκταινωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλυκταίνωσις < φλυκταινόομαι, φλυκταινω- + -σις [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλυκταίνωσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. «φλύκταινα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.