↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλυκταινώδης η φλυκταινώδης το φλυκταινώδες
      γενική του φλυκταινώδους της φλυκταινώδους του φλυκταινώδους
    αιτιατική τον φλυκταινώδη τη φλυκταινώδη το φλυκταινώδες
     κλητική φλυκταινώδη(ς) φλυκταινώδης φλυκταινώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλυκταινώδεις οι φλυκταινώδεις τα φλυκταινώδη
      γενική των φλυκταινωδών των φλυκταινωδών των φλυκταινωδών
    αιτιατική τους φλυκταινώδεις τις φλυκταινώδεις τα φλυκταινώδη
     κλητική φλυκταινώδεις φλυκταινώδεις φλυκταινώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλυκταινώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

φλυκταινώδης

  1. που μοιάζει με φλύκταινα, με φουσκάλα
  2. (για πάθηση) που συνοδεύεται από ή που χαρακτηρίζεται από φλυκταίνωση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία