φηκάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φηκάρι | τα | φηκάρια |
γενική | του | φηκαριού | των | φηκαριών |
αιτιατική | το | φηκάρι | τα | φηκάρια |
κλητική | φηκάρι | φηκάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φηκάρι < ποιητική εκφορά της λεξης θηκάρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φηκάρι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη θηκάρι