φελάχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φελάχος | οι | φελάχοι |
γενική | του | φελάχου | των | φελάχων |
αιτιατική | τον | φελάχο | τους | φελάχους |
κλητική | φελάχε | φελάχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φελάχος αρσενικό
- αγρότης κυρίως της Αιγύπτου αλλά και της Μέσης Ανατολής