Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγοβόλημα τα φεγγοβολήματα
      γενική του φεγγοβολήματος των φεγγοβολημάτων
    αιτιατική το φεγγοβόλημα τα φεγγοβολήματα
     κλητική φεγγοβόλημα φεγγοβολήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεγγοβόλημα <

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φεγγοβόλημα ουδέτερο

  1. η αχνή λάμψη, των αστεριών, της φωτιάς που ανάβει κάποιος στην εξοχή
  2. η εσωτερική λάμψη (των ματιών, του προσώπου)
  3. η λάμψη που απλώνεται, η έντονη λάμψη

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία