Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φεγγοβολή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φεγγοβολ
ή
οι
φεγγοβολ
ές
γενική
της
φεγγοβολ
ής
των
φεγγοβολ
ών
αιτιατική
τη
φεγγοβολ
ή
τις
φεγγοβολ
ές
κλητική
φεγγοβολ
ή
φεγγοβολ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φεγγοβολή
θηλυκό
το
φεγγοβόλημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φεγγοβολή