φασκελιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φασκελιά | οι | φασκελιές |
γενική | της | φασκελιάς | των | φασκελιών |
αιτιατική | τη | φασκελιά | τις | φασκελιές |
κλητική | φασκελιά | φασκελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φασκελιά < φάσκελο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φασκελιά θηλυκό
- η μούντζα