Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρμακομανία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φαρμακομανί
α
οι
φαρμακομανί
ες
γενική
της
φαρμακομανί
ας
των
φαρμακομανι
ών
αιτιατική
τη
φαρμακομανί
α
τις
φαρμακομανί
ες
κλητική
φαρμακομανί
α
φαρμακομανί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρμακομανία
<
φάρμακ(ο)
+
-ο-
+
-μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαρμακομανία
θηλυκό
η καθ' έξιν υπερβολική λήψη φαρμάκων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρμακομανία