φαρισαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρισαϊσμός < Φαρισαίος + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρισαϊσμός αρσενικό
- υποκρισία, η συμπεριφορά του φαρισαίου, εκείνη που τυπικά υπηρετεί ένα σκοπό, αλλά στην πραγματικότητα τον φθείρει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαρισαϊσμός