Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φακοσκλήρωση οι φακοσκληρώσεις
      γενική της φακοσκλήρωσης των φακοσκληρώσεων
    αιτιατική τη φακοσκλήρωση τις φακοσκληρώσεις
     κλητική φακοσκλήρωση φακοσκληρώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φακοσκλήρωση < (καθαρεύουσα) φακοσκλήρωσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φακοσκλήρωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία