Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαινομηρίδα οι φαινομηρίδες
      γενική της φαινομηρίδας των φαινομηρίδων
    αιτιατική τη φαινομηρίδα τις φαινομηρίδες
     κλητική φαινομηρίδα φαινομηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαινομηρίδα < αρχαία ελληνική φαινομηρίς < φαίνω + μηρός + καταλ. -ίς/-ίδος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαινομηρίδα θηλυκό

  • χαρακτηρισμός για τις αρχαίες Σπαρτιάτισσες που φορούσαν ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί τους
  • ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία