φίλτρανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φίλτρανση | οι | φιλτράνσεις |
γενική | της | φίλτρανσης* | των | φιλτράνσεων |
αιτιατική | τη | φίλτρανση | τις | φιλτράνσεις |
κλητική | φίλτρανση | φιλτράνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φιλτράνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φίλτρανση < φίλτρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφίλτρανση θηλυκό
- το φιλτράρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φίλτρανση
|