υἱιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | υἱιδεύς | οἱ | υἱιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | υἱιδέως | τῶν | υἱιδέων | ||||
δοτική | τῷ | υἱιδεῖ | τοῖς | υἱιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | υἱιδέᾱ | τοὺς | υἱιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | υἱιδεῦ | υἱιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | υἱιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | υἱιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υἱιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική υἱ(ός) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυἱιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- υἱιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.