Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υφαλοδείκτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
υφαλοδείκτ
ης
οι
υφαλοδείκτ
ες
γενική
του
υφαλοδείκτ
η
των
υφαλοδεικτ
ών
αιτιατική
τον
υφαλοδείκτ
η
τους
υφαλοδείκτ
ες
κλητική
υφαλοδείκτ
η
υφαλοδείκτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υφαλοδείκτης
<
ύφαλ(α)
+
-ο-
+
δείκτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υφαλοδείκτης
αρσενικό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υφαλοδείκτης