υστερόπονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυστερόπονος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό υστερόπονοι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υστερόπονος
|
υστερόπονος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό υστερόπονοι)
|