Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υστερολογία οι υστερολογίες
      γενική της υστερολογίας των υστερολογιών
    αιτιατική την υστερολογία τις υστερολογίες
     κλητική υστερολογία υστερολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υστερολογία < ύστερος και λόγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υστερολογία θηλυκό

  1. αυτά που λέγονται μετά το πέρας της συζήτησης
  2. το πρωθύστερο σχήμα λόγου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία