Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωθύστερο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρωθύστερος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωθύστερο

  • (σχήμα λόγου) αναφορά μιας έννοιας στην αρχή μιας φράσης, ενώ χρονολογικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί
    παράδειγμα: «ξεντύθη ο νιος, ξεσώστηκε και στο πηγάδι μπήκε», «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν΄αλλάξεις;»

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωθύστερο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πρωθύστερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρωθύστερος