υπόθαλψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπόθαλψη | οι | υποθάλψεις |
γενική | της | υπόθαλψης* | των | υποθάλψεων |
αιτιατική | την | υπόθαλψη | τις | υποθάλψεις |
κλητική | υπόθαλψη | υποθάλψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποθάλψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπόθαλψη < υποθάλπω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόθαλψη θηλυκό
- η πράξη του υποθάλπω
- (νομικός όρος) η παροχή βοήθειας στο δράστη κάποιου εγκλήματος με σκοπό την απόκρυψη του ίδιου ή πειστηρίων του εγκλήματος ή τη συγκάλυψη του
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπόθαλψη
|