Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόθαλψη οι υποθάλψεις
      γενική της υπόθαλψης* των υποθάλψεων
    αιτιατική την υπόθαλψη τις υποθάλψεις
     κλητική υπόθαλψη υποθάλψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποθάλψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόθαλψη < υποθάλπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόθαλψη θηλυκό

  1. η πράξη του υποθάλπω
  2. (νομικός όρος) η παροχή βοήθειας στο δράστη κάποιου εγκλήματος με σκοπό την απόκρυψη του ίδιου ή πειστηρίων του εγκλήματος ή τη συγκάλυψη του

  Μεταφράσεις επεξεργασία