υποθάλψεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποθάλψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποθάλπω
- θα υποθάλψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποθάλπω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαυποθάλψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπόθαλψη