υποτύπωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποτύπωση | οι | υποτυπώσεις |
γενική | της | υποτύπωσης* | των | υποτυπώσεων |
αιτιατική | την | υποτύπωση | τις | υποτυπώσεις |
κλητική | υποτύπωση | υποτυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποτυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποτύπωση < (ελληνιστική κοινή) ὑποτύπωσις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποτύπωση θηλυκό
- η αποτύπωση με λόγο κάποιων πραγμάτων ή καταστάσεων
- (τοπογραφία) αποτύπωση του εδάφους σύμφωνα με ορισμένη κλίμακα
- άλλες μορφές: αποτύπωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποτύπωση
|