υποτιμολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποτιμολόγηση | οι | υποτιμολογήσεις |
γενική | της | υποτιμολόγησης | των | υποτιμολογήσεων |
αιτιατική | την | υποτιμολόγηση | τις | υποτιμολογήσεις |
κλητική | υποτιμολόγηση | υποτιμολογήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποτιμολόγηση < υπο- + τιμολόγηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.ti.moˈlo.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐τι‐μο‐λό‐γη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποτιμολόγηση θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) τιμολόγηση με ποσό μικρότερο από την πραγματική αξία του αγαθού ή της παροχής υπηρεσίας
- ※ Χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα, όπως η ψευδής δήλωση του βάρους των εμπορευματοκιβωτίων με σκοπό την υποτιμολόγηση των προϊόντων, τα κυκλώματα αυτά επιχειρούσαν να μην καταβάλλουν τους δασμούς που τους αναλογούσαν. (Ηλίας Μπέλλος, Μπλόκο στο λιμάνι του Πειραιά για τα κυκλώματα λαθρεμπορίου, Η Καθημερινή, 15 Σεπτεμβρίου 2019)
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποτιμολόγηση
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr