Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπομνημάτισμη οι υπομνηματίσμεις
      γενική της υπομνημάτισμης* των υπομνηματίσμεων
    αιτιατική την υπομνημάτισμη τις υπομνηματίσμεις
     κλητική υπομνημάτισμη υπομνηματίσμεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπομνηματίσμεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπομνημάτισμα < ελληνιστική κοινή ὑπομνημάτισμα < ὑπομνηματίζω < αρχαία ελληνική ὑπόμνημα < μνήμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπομνημάτισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία