υποδικτύωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδικτύωση | οι | υποδικτυώσεις |
γενική | της | υποδικτύωσης* | των | υποδικτυώσεων |
αιτιατική | την | υποδικτύωση | τις | υποδικτυώσεις |
κλητική | υποδικτύωση | υποδικτυώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδικτυώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαυπο- + δίκτυο/δικτύωση < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: subnetting
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθηλυκό η διαίρεση ενός ψηφιακού δικτύου σε ένα ή παραπάνω δίκτυα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Subnetwork στην αγγλική Βικιπαίδεια