Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπνοφοβία οι υπνοφοβίες
      γενική της υπνοφοβίας των υπνοφοβιών
    αιτιατική την υπνοφοβία τις υπνοφοβίες
     κλητική υπνοφοβία υπνοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπνοφοβία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπνοφοβία θηλυκό

  • ο υπερβολικός και ανεξέλεγκτος φόβος για τον ύπνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία