Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερυπολογιστής οι υπερυπολογιστές
      γενική του υπερυπολογιστή των υπερυπολογιστών
    αιτιατική τον υπερυπολογιστή τους υπερυπολογιστές
     κλητική υπερυπολογιστή υπερυπολογιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερυπολογιστής < υπερ- + υπολογιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερυπολογιστής αρσενικό

  • ιδιαίτερα γρήγορος υπολογιστής που διαφέρει σημαντικά από τους καθημερινούς προσωπικούς υπολογιστές όσον αφορά στον αριθμό των υπολογισμών κινητής υποδιαστολής που μπορεί να εκτελέσει ανά δευτερόλεπτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία