υπερπρωταθλητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερπρωταθλητής < υπερ- + πρωταθλητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερπρωταθλητής αρσενικό (θηλυκό υπερπρωταθλήτρια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερπρωταθλητής
|
υπερπρωταθλητής αρσενικό (θηλυκό υπερπρωταθλήτρια)
|