υπερμόλυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερμόλυνση | οι | υπερμολύνσεις |
γενική | της | υπερμόλυνσης* | των | υπερμολύνσεων |
αιτιατική | την | υπερμόλυνση | τις | υπερμολύνσεις |
κλητική | υπερμόλυνση | υπερμολύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερμολύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπερμόλυνση θηλυκό
- (ιατρική, οικολογία) η υπερβολική μόλυνση
- ※ Η υπερμόλυνση έγινε τόσο άσχημη που οι προνύμφες μπορούσαν να φανούν να σέρνονται κάτω από το δέρμα του ασθενούς. (www.huffingtonpost.gr, 06.04.2023)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιατρική