Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερηχοθεραπεία οι υπερηχοθεραπείες
      γενική της υπερηχοθεραπείας των υπερηχοθεραπειών
    αιτιατική την υπερηχοθεραπεία τις υπερηχοθεραπείες
     κλητική υπερηχοθεραπεία υπερηχοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερηχοθεραπεία < υπέρηχ(ος) + -ο- + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερηχοθεραπεία θηλυκό

  • θεραπεία με χρήση υπερήχων

  Μεταφράσεις επεξεργασία