υπερέκθεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερέκθεση | οι | υπερεκθέσεις |
γενική | της | υπερέκθεσης* | των | υπερεκθέσεων |
αιτιατική | την | υπερέκθεση | τις | υπερεκθέσεις |
κλητική | υπερέκθεση | υπερεκθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερέκθεση θηλυκό
- έκθεση σε κάτι (επίδραση από κάτι) σε μεγάλο βαθμό, περισσότερο απ' ότι χρειάζεται ή αρμόζει
- μεγάλη έκθεση (ζωγραφικής κ.λπ.)
Αντώνυμα επεξεργασία
- υποέκθεση [1]