υποέκθεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποέκθεση | οι | υποεκθέσεις |
γενική | της | υποέκθεσης* | των | υποεκθέσεων |
αιτιατική | την | υποέκθεση | τις | υποεκθέσεις |
κλητική | υποέκθεση | υποεκθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποεκθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπερέκθεση θηλυκό