Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπεξάρθρημα τα υπεξαρθρήματα
      γενική του υπεξαρθρήματος των υπεξαρθρημάτων
    αιτιατική το υπεξάρθρημα τα υπεξαρθρήματα
     κλητική υπεξάρθρημα υπεξαρθρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

υπ- + εξάρθρημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπεξάρθρημα ουδέτερο
(ιατρική)

  • κάκωση κατά την οποία έχουμε μερική παρεκτόπιση μεταξύ των αρθρικών επιφανειών, οι οποίες διατηρούν μεν επαφή αλλά όχι πλήρη και ομαλή[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία