υμενίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υμενίδιο | τα | υμενίδια |
γενική | του | υμενίδιου & υμενιδίου |
των | υμενίδιων & υμενιδίων |
αιτιατική | το | υμενίδιο | τα | υμενίδια |
κλητική | υμενίδιο | υμενίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυμενίδιο ουδέτερο
- (βιολογία): δομή κυματιστής μορφής που σχηματίζεται από την ένωση βλεφάρων ορισμένων βλεφαριδωτών και τριχοζώων.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υμενίδιο
|