υδροτριβή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροτριβή < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðɾo.tɾiˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐τρι‐βή
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροτριβή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροτριβή
|