υδρολισθητήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδρολισθητήρας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- υδρολίσθηση
- → δείτε τις λέξεις υδρο- και ολισθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδρολισθητήρας
υδρολισθητήρας αρσενικό