Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υγιεινιστής οι υγιεινιστές
      γενική του υγιεινιστή των υγιεινιστών
    αιτιατική τον υγιεινιστή τους υγιεινιστές
     κλητική υγιεινιστή υγιεινιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγιεινιστής < υγιειν(ός) + -ιστής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ɣi.i.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐γι‐ει‐νι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγιεινιστής αρσενικό (θηλυκό υγιεινίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr