υγιεινιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υγιεινιστής < υγιειν(ός) + -ιστής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ɣi.i.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γι‐ει‐νι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυγιεινιστής αρσενικό (θηλυκό υγιεινίστρια)
- (νεολογισμός) ο υποστηρικτής του υγιεινού τρόπου ζωής
- ※ Ήταν ένας άνδρας φυσιολάτρης και υγιεινιστής, που για τα μέτρα της Αθήνας που δεν είχε ακόμη επιλύσει το ζήτημα της ύδρευσης, εθεωρείτο καινοτόμος, παράδοξος και εκτός γενικού κανόνα. (Νίκος Βατόπουλος, Ανάμεσα στις φυλλωσιές, η μορφή του Βλάση Γαβριηλίδη, Η Καθημερινή, 21 Οκτωβρίου 2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υγιεινιστής
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr