Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υβριδικότητα οι υβριδικότητες
      γενική της υβριδικότητας των υβριδικοτήτων
    αιτιατική την υβριδικότητα τις υβριδικότητες
     κλητική υβριδικότητα υβριδικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υβριδικότητα < υβριδικ(ός) + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.vɾi.ðiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐βρι‐δι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υβριδικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr