τόνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τόνωσῐς | αἱ | τονώσεις | ||||
γενική | τῆς | τονώσεως | τῶν | τονώσεων | ||||
δοτική | τῇ | τονώσει | ταῖς | τονώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τόνωσῐν | τὰς | τονώσεις | ||||
κλητική ὦ! | τόνωσῐ | τονώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τονώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τονωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τόνωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τονῶ (κλίση τονόω) + -σις (-ωσις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατόνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τόνος
Πηγές
επεξεργασία- τόνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.