τσόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσόνι | τα | τσόνια |
γενική | του | τσονιού | των | τσονιών |
αιτιατική | το | τσόνι | τα | τσόνια |
κλητική | τσόνι | τσόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσόνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσόνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, πτηνό) ο σπίνος[1]
- (μεταφορικά) έξυπνος, ικανός[2]
Παράγωγα επεξεργασία
- Τσόνης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσόνι (πουλί)
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 2441.
- ↑ Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1854.