τσουράπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσουράπα < τσουράπι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσουράπα θηλυκό
- (ιδιωματικό) χοντρό τσουβάλι που χρησιμοποιείται στα ελαιοτριβεία στη στύψη των ελαιοπυρήνων(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσουράπα
|