τσουλίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσουλίτσα | οι | τσουλίτσες |
γενική | της | τσουλίτσας | — | |
αιτιατική | την | τσουλίτσα | τις | τσουλίτσες |
κλητική | τσουλίτσα | τσουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσουλίτσα < τσούλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του τσούλα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσουλίτσα
|