Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουλάρα οι τσουλάρες
      γενική της τσουλάρας
    αιτιατική την τσουλάρα τις τσουλάρες
     κλητική τσουλάρα τσουλάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσουλάρα < τούλ(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσουλάρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία