τσιτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐τώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίατσιτώνω
- (κυριολεκτικά) τεντώνω κάτι πολύ καλά
- ※ Ο Διαμαντής έκανε ένα πλάγιο βήμα και τσίτωσε το αυτί του. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- (μεταφορικά) νευριάζω κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιτώνω | τσίτωνα | θα τσιτώνω | να τσιτώνω | τσιτώνοντας | |
β' ενικ. | τσιτώνεις | τσίτωνες | θα τσιτώνεις | να τσιτώνεις | τσίτωνε | |
γ' ενικ. | τσιτώνει | τσίτωνε | θα τσιτώνει | να τσιτώνει | ||
α' πληθ. | τσιτώνουμε | τσιτώναμε | θα τσιτώνουμε | να τσιτώνουμε | ||
β' πληθ. | τσιτώνετε | τσιτώνατε | θα τσιτώνετε | να τσιτώνετε | τσιτώνετε | |
γ' πληθ. | τσιτώνουν(ε) | τσίτωναν τσιτώναν(ε) |
θα τσιτώνουν(ε) | να τσιτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσίτωσα | θα τσιτώσω | να τσιτώσω | τσιτώσει | ||
β' ενικ. | τσίτωσες | θα τσιτώσεις | να τσιτώσεις | τσίτωσε | ||
γ' ενικ. | τσίτωσε | θα τσιτώσει | να τσιτώσει | |||
α' πληθ. | τσιτώσαμε | θα τσιτώσουμε | να τσιτώσουμε | |||
β' πληθ. | τσιτώσατε | θα τσιτώσετε | να τσιτώσετε | τσιτώστε | ||
γ' πληθ. | τσίτωσαν τσιτώσαν(ε) |
θα τσιτώσουν(ε) | να τσιτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσιτώσει | είχα τσιτώσει | θα έχω τσιτώσει | να έχω τσιτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσιτώσει | είχες τσιτώσει | θα έχεις τσιτώσει | να έχεις τσιτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσιτώσει | είχε τσιτώσει | θα έχει τσιτώσει | να έχει τσιτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιτώσει | είχαμε τσιτώσει | θα έχουμε τσιτώσει | να έχουμε τσιτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσιτώσει | είχατε τσιτώσει | θα έχετε τσιτώσει | να έχετε τσιτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιτώσει | είχαν τσιτώσει | θα έχουν τσιτώσει | να έχουν τσιτώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τσιτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας