Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιτώνω < ίσως (άμεσο δάνειο) τουρκική çit(i) (ενώνω σφιχτά) + -ώνω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐τώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

τσιτώνω

  1. (κυριολεκτικά) τεντώνω κάτι πολύ καλά
    ※  Ο Διαμαντής έκανε ένα πλάγιο βήμα και τσίτωσε το αυτί του. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. (μεταφορικά) νευριάζω κάποιον

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία