τσιτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατσιτώνομαι, π.αόρ.: τσιτώθηκα, μτχ.π.π.: τσιτωμένος, (ενεργ.: τσιτώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ψέγω → δείτε και την κλίση
τσιτώνομαι, π.αόρ.: τσιτώθηκα, μτχ.π.π.: τσιτωμένος, (ενεργ.: τσιτώνω)