τσιρτσιπλάκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιρτσιπλάκης < τουρκικής: (ουσιαστικό) “çiplak” (πρφ: τσίπλακ) σημασία: γυμνός / (: ολόγυμνος) < çιr(il)-çiplak
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιρτσιπλάκης αρσενικό
τσιρτσιπλάκης αρσενικό