↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιρτσιπλάκης οι τσιρτσιπλάκηδες
      γενική του τσιρτσιπλάκη των τσιρτσιπλάκηδων
    αιτιατική τον τσιρτσιπλάκη τους τσιρτσιπλάκηδες
     κλητική τσιρτσιπλάκη τσιρτσιπλάκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιρτσιπλάκης < τουρκικής: (ουσιαστικό) “çiplak” (πρφ: τσίπλακ) σημασία: γυμνός / (: ολόγυμνος) < çιr(il)-çiplak

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιρτσιπλάκης αρσενικό

  1. πάμφτωχος
  2. τσίτσιδος